- μικρόστηθος
- μικρόστηθος, -ον (Α)αυτός που έχει μικρό στήθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -στηθος (< στῆθος), πρβλ. μεγαλό-στηθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροστηθότατοι — μικρόστηθος narrow chested masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροστηθότατος — μικροστηθότατος, ὁ (Α) [μικρόστηθος] μικρόστηθος … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek